- φοβόδιψος
- φοβό-διψος, ον,A = ὑδροφόβος, like one bitten by a mad dog, Cael.Aur.CP3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοβόδιψος — ον, Α αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, υδρόφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού ρ. φέβομαι) + διψος (< δίψα), πρβλ. αἱμό διψος] … Dictionary of Greek